(ποταμοῦ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπόχωσιν — ἀπόχωσις damming up fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόχωση — η (Α ἀπόχωσις) φράξιμο με χώμα … Dictionary of Greek